σοβάτισμα

σοβάτισμα
και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω]
επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σοβάτισμα — σοβάτισμα, το και σουβάτισμα, το και σοβάντισμα, το επικάλυψη των επιφανειών με σοβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλοιμός — ἀλοιμός, ο (Α) (για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • κονίαση — η (Α κονίασις) [κονιώ] επίχριση τοίχου με κονίαμα, σοβάτισμα νεοελλ. ιατρ. νόσος που προκαλείται από εισπνοή σκόνης, αλλ. κονίωση …   Dictionary of Greek

  • μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… …   Dictionary of Greek

  • σοβάντισμα — το, Ν βλ. σοβάτισμα …   Dictionary of Greek

  • σουβάτισμα — το, Ν βλ. σοβάτισμα …   Dictionary of Greek

  • μυστρί — το ιού, εργαλείο των οικοδόμων και των σοβατζήδων που αποτελείται από τριγωνικό έλασμα και λαβή και με το οποίο παίρνουν το κονίαμα που χρησιμοποιούν στο χτίσιμο ή το σοβάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάντισμα — το βλ. σοβάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”